ειδησεολογία

ειδησεολογία
η репортаж; хроника, информация (газетная)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ειδησεολογία" в других словарях:

  • ειδησεολογία — η 1. συλλογή ειδήσεων κοινού ενδιαφέροντος για να γραφούν στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο 2. η αναγραφή ειδήσεων στην εφημερίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • ειδησεολογία — η η συλλογή ειδήσεων με επικαιρότητα και ενδιαφέρον, για να δημοσιευτούν σε εφημερίδες ή περιοδικά, το ρεπορτάζ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ειδησεολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην ειδησεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • ειδησεολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδησεολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»